προσαιονώ

προσαιονώ
-άω, Α
καταβρέχω επί πλέον, ραντίζω και θερμαίνω με θερμά επιθέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αἰονῶ «υγραίνω, μουσκεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιονώ — αἰονῶ ( άω) (Α) υγραίνω, καταβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. ΠΑΡ. αρχ. αἰόνημα, αἰόνησις. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐναιονῶ, ἐξαιονῶ, ἐπαιονῶ, καταιονῶ, προσαιονῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”